Δίστασα να διεκδικήσω
φοβήθηκα, να μην χαλάσω την ευτυχία των άλλων.
Αρκέστηκα λοιπόν
να ζω τη δυστυχία
τη δική μου.
Μόνο κάποια βράδια
στους σταθμούς των τρένων
ή σε δρόμους σκοτεινούς
θυμάμαι πως
όσα εγωιστικά ποθήσαμε
έγιναν βλέμματα τρομαγμένα
και μας ματαίωσαν.
Αλλά ένα απόγευμα θα χτυπήσει η πόρτα:
-Ποιός είναι; Εσύ ή κάποιος άλλος;
-Εγώ.
Εγώ.
-Τί ζητάς λοιπόν;
-Να δώσω.
Και μετά, μαζί το χέρι θα δώσουμε
σε όσους πόνεσαν
και μέχρι να χαράξει θα περπατήσουμε.
Προς την ευτυχία τη δική μας.